ὄρδ\<η\>μα

ὄρδ\<η\>μα
ὄρδ\<η\>μα
Grammatical information: n.
Meaning: ἡ τολύπη τῶν ἐρίων, ὄρδικον τὸν χιτωνίσκον. Πάριοι H.
Other forms: or (\<ι\> or \<ω\>?)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: In Greek isolated; as verbal noun to Lat. ordior `begin a web, start' etc.; s. WP. 1, 76, Pok. 60, W.-Hofmann s.v. w. lit. (after Fick a.o.). Here ὠρδυλεσά-μην ἐμόχθησα H.(?), from ὀρδυλεύω, *ὄρδυλος, -ύλη as in κόνδυλος, κορδύλη a.o.; cf. τολυπεύειν, also = μοχθεῖν. - The etymology seems to me quite uncertain.
Page in Frisk: 2,412

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • όρδ(η)μα — ὄρδ[η]μα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ τολύπη τῶν ἐρίων». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. συνδέεται με λατ. οrdior «βάζω στο στημόνι, αρχίζω να υφαίνω»] …   Dictionary of Greek

  • ορδυλεύω — ὀρδυλεύω (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μοχθέω». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. ὄρδ[η]μα «ἡ τολύπη τῶν ἐρίων» και έχει πιθ. προέλθει από ένα αμάρτυρο ουσ. *ὄρδ υλος / ύλη (πρβλ. δάκτ υλος, κόνδ υλος, κορδ ύλη). Για τη σημ. «μοχθώ» τού ρ. πρβλ. τολυπεύω… …   Dictionary of Greek

  • όρδικον — ὄρδικον (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Παρίους) «τὸν χιτωνίσκον». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. ὄρδ[η]μα, παραμένει όμως δυσερμήνευτη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”